- χρυσολύρας
- χρῡσολύρᾱς , χρυσολύρηςwith lyre of goldmasc acc plχρῡσολύρᾱς , χρυσολύρηςwith lyre of goldmasc nom sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρυσολύρης — και δωρ. τ. χρυσολύρας, ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Απόλλωνος και τού Ορφέως) αυτός που έχει χρυσή λύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + λύρης (< λύρα / λύρη), πρβλ. ἡδη λύρης] … Dictionary of Greek